σαπουνόνερο

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

το, Ν
νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό].