σαρκίδιο

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

το / σαρκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας
νεοελλ.
1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση
2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών
αρχ.
1. η κλειτορίδα
2. η οπή της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κνημίδιον)].