σαρκολαβίδα
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
Greek Monolingual
η / σαρκολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
χειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς.