σαρκοπέδη

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοπέδη: ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
δεσμός της σάρκας του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].