σαρκοφυώ

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

-έω, Α
(για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φυῶ (< -φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντοφυώ, πτεροφυώ].