σαρκόβλαστος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις, χοντρούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + βλαστός (πρβλ. λεπτόβλαστος)].