σαρκόχρωμος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα της σάρκας, σαρκόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -χρωμος (< χρώμα)].