Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Ν(μτβ.) σκληραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. στλιβώνω < αρχ. στιλβώνω (πρβλ. σκλάβος), ενώ, κατ' άλλους, από σκληβός «σκληρός»].