σουβλατζής

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης σουβλατζήδικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής)].