σπαραξικάρδιος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρόςσπαραξικάρδιος θρήνος»)
2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Ισιδ. Σκυλίσση].