σταυροκοπούμαι

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

-έομαι και σταυροκοπιέμαι Ν
κάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -κοπούμαι (< -κόπος < κόπος < κόπτω)].