στεφανώ

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, Μ στέφανος
(σχετικά με γαμήλια τελετή) στέφω, στεφανώνω.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. στεφανώνω.