ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
(I)-έω, Μ στέφανος(σχετικά με γαμήλια τελετή) στέφω, στεφανώνω. (II)-όω, ΜΑβλ. στεφανώνω.