στρατονομία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν στρατονόμος
1. στρ. στρατιωτική υπηρεσία, της οποίας αποστολή είναι η αστυνόμευση τών στρατιωτικών όταν αυτοί βρίσκονται έξω από τη μονάδα τους
2. στρ. αστυνομική υπηρεσία στους τόπους στάθμευσης τών στρατευμάτων για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειάς τους
3. αστυνομική υπηρεσία στην οποία ανατίθεται σε καιρό πολέμου η τήρηση της τάξης σε κατεχόμενη περιοχή.