ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.
σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη
ας (ἡ) sycomore[v. συκόμορος]