συνοφρυωμένος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής. Αρχαία: συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη ή ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη. Συνώνυμο: σύνοφρυς. Βλέπε επίσης: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Ετυμολογία: σύν, ὀφρύς.