σφουγγαρίζω

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν σφουγγάρι
1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι
2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα
3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.