σωματοβλάβεια

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοβλάβεια Medium diacritics: σωματοβλάβεια Low diacritics: σωματοβλάβεια Capitals: ΣΩΜΑΤΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: sōmatoblábeia Transliteration B: sōmatoblabeia Transliteration C: somatovlaveia Beta Code: swmatobla/beia

English (LSJ)

[βλᾰ], ἡ, bodily harm, or injury, Procl.Par.Ptol. 209.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοβλάβεια: ἡ, σωματικὴ βλάβη. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σωματική βλάβη, κάκωση του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βλάβεια (< -βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενοβλάβεια].