σωματομετρία

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο τών μεθόδων μέτρησης του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatometry (< σώμα, σώματος + -μετρία)].