ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
σωμεραστής: -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β.
ὁ, Μεραστής του σώματος, της σάρκας, αυτός που έχει σαρκικό πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα + ἐραστής.