σύζυγος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
σύζυγον,
A yoked together, paired, united, esp. by marriage, σύζυγοι ὁμαυλίαι = wedded union, A.Ch.599 (lyr.); of fish, swimming in pairs, Arist.HA610b8.
2 as substantive, fem., wife, E.Alc.314,342; masc., yoke-fellow, yoke fellow, comrade, Id.IT250, Ar.Pl.945, Ep.Phil.4.3 (unless pr. n.); brother, E.Tr. 1001; a gladiator's adversary, Herzog Koische Forschungen No.133, JHS34.19 (Lycia), Epigr.Gr.318 (Smyrna); of things, ἀδελφὰ τούτοις καὶ σ. πεποιηκότες Plu.2.10d.
II common, σ. πᾶσι πατρίς App.Anth.2.26. Adv. συζύγως = conjointly with, τινι A.D.Pron.51.9, etc.
German (Pape)
[Seite 972] zusammen in ein Joch gespannt, verbunden, bes. vermählt, Aesch. Ch. 591; ἡ σύζυγος, die Gemahlinn, Eur. Alc. 315. 343; ἐὰν δὲ σύζυγον λάβω τινά, einen Genossen, Ar. Plut. 945; übh. zusammengehörig, verwandt, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni sous le même joug, d'où
1 uni, accouplé, particul. uni par mariage ; ἡ σύζυγος épouse;
2 uni par les liens de l'amitié ; ὁ σύζυγος compagnon ; p. ext. apparenté, analogue, semblable en parl. de choses;
NT: compagnon de peine ; collègue.
Étymologie: σύν, ζυγόν.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζυγος -ον, Att. ook ξύζυγος, Aeol. σύνδυγος [σύν, ζυγόν] eigenl. door het juk verbonden, alleen overdr. verbonden:. σύζυγοι ὁμαυλίαι banden van samenleving Aeschl. Ch. 599. subst. ὁ en ἡ σύζυγος iem. die samen met een ander een paar vormt: koppelgenoot, partner, maatje, m. n. van vrienden of metgezellen; van een broer; Eur. Tr. 1001; f. ook van een echtgenote.
Russian (Dvoretsky)
σύζῠγος:
1 живущий парой (ζῷα Arst.);
2 супружеский, брачный (ὁμαυλίαι Aesch.);
3 парный, тж. сходный, соответствующий Plut.
II ὁ
1 друг, товарищ Eur., Arph.;
2 брат Eur.
III ἡ супруга Eur.
Greek (Liddell-Scott)
σύζῠγος: -ον, (συζεύγνυμι) συνεζευγμένος, συνδεδεμένος, συνηνωμένος εἰς ζεῦγος, μάλιστα διὰ τοῦ γάμου, σ. ὁμαυλίαι, ἕνωσις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599· ζῷα σ., ζῶντα κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 2. 2) ὡς οὐσ., θηλ. γυνὴ ἔγγαμος, Εὐρ. Ἄλκ. 314, 342· ἀρσεν., συνεζευγμένος, σύντροφος, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 250, Ἀριστοφ. Πλ. 945· ἀδελφός, Εὐρ. Τρῳ. 1001· ἐπὶ πραγμάτων, ἀδελφὰ τούτοις καὶ σ. ποιεῖν Πλούτ. 2. 10D. ΙΙ. κοινὸς, σ. πᾶσα πατρὶς Ἐπίγραμμ. ἐν Brunck. Anal. 2. σ. 57. ― Ἐπίρρ. -γως, ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινὶ Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 324C, κτλ.
English (Strong)
from συζεύγνυμι; co-yoked, i.e. (figuratively) as noun, a colleague; probably rather as a proper name; Syzygus, a Christian: yokefellow.
English (Thayer)
(L T Tr WH συνζυγος (cf. σύν, II. at the end)), συζυγον, (συζεύγνυμι), yoked together; used by Greek writers (from Aeschylus down) of those united by the bond of marriage, relationship, office, labor, study, business, or the like; hence, a yoke-fellow, consort, comrade, colleague, partner. Accordingly, in γνήσιε σύζυγε Paul addresses some particular associate in labor for the gospel. But as the word is found in the midst of (three) proper names, other expositors more correctly take it also as a proper name (WH marginal reading Συνζυγε); see Laurent, Über Synzygos in the Zeitschr. f. d. Luther. Theol. u. Kirche for 1865, p. 1ff (reprinted in his Neutest. Studien, p. 134 f)); and Paul, alluding (as in B. D. American edition under the word yoke fellow).
Greek Monolingual
ο, η / σύζυγος, -ον, ΝΜΑ
1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά του γάμου με μια γυναίκα
2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι
το ανδρόγυνο
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο συζευγμένος, ενωμένος στον ίδιο ζυγό με κάποιον άλλο και, κυρίως, ο ενωμένος με τα δεσμά του γάμου, παντρεμένος, νυμφευμένος
β) (για ψάρια) αυτός που κολυμπά κατά ζεύγη
2. το αρσ. ως ουσ. α) σύντροφος, εταίρος
β) αδελφός
γ) ανταγωνιστής μονομάχου, αντίπαλος
δ) (για πράγμ.) σχετικός
ε) κοινός («σύζυγος πᾱσι πατρίς», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
συζύγως Α
μαζί ή από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ομόζυγος, υπόζυγος].
Greek Monotonic
σύζῠγος: -ον (συζεύγνυμι),
1. αυτός που είναι δεμένος στον ίδιο ζυγό, ζευγαρωμένος· σύζυγοι ὁμαυλίαι, ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Αισχύλ.
2. ως θηλ. ουσ., η σύζυγος, το θηλυκό μέλος του γαμήλιου ζεύγους, σε Ευρ.· αρσ., σύντροφος στο ζυγό, σύντροφος, παντρεμένος, στον ίδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
σύζῠγος, ον, συζεύγνυμι
1. yoked together, paired, ς. ὁμαυλίαι wedded union, Aesch.
2. as fem. Subst. a wife, Eur.; masc. a yoke-fellow, comrade, Eur., Ar.
Chinese
原文音譯:sÚzugoj 需緒哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-軛
字義溯源:同負軛,同伴,伴侶;源自(ζεύγνυμι / συζεύγνυμι)=共同負軛),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ζεῦγος)=一對)組成,其中 (ζεῦγος)出自(ζυγός)=聯接),而 (ζυγός)出自(ζεστός)X*=聯合)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 同負軛的(1) 腓4:3
English (Woodhouse)
associate, fellow, partner, companion
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συζεύγνυμι → σύν + ζεύγνυμι, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.