σύθαμπο

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].