σύνεργον

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνεργον Medium diacritics: σύνεργον Low diacritics: σύνεργον Capitals: ΣΥΝΕΡΓΟΝ
Transliteration A: sýnergon Transliteration B: synergon Transliteration C: synergon Beta Code: su/nergon

English (LSJ)

τό,
A implement, tool, Artem.3.36, POxy.1069.8 (iii A.D.), 1159.20 (iii A.D.).
II pl., σύνεργα = trimmings, κιθωνίου Sammelb.7250.11, cf. 7248.21 (iii/iv A.D.).

Greek Monolingual

το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].