ταρακτήριος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

German (Pape)

[Seite 1069] = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.