ταρτημόριον
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, shortened for τεταρτ-, Macho ap.Ath.13.582e, BGU 1551.4 (iii B.C.), Hsch., Phot.; Dor. ταρτᾱμόριον Delph.3(5).78, 82 (iv B.C.): also ταρτήμορον, τό, PCair.Zen.776.12 (iii B.C.), BGU 1517.4, 1551.9 (iii B.C.), IG11(2).287A43, al. (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 444 B105 (ii B.C.); ταρτημο[.. IG22.1496.207.
German (Pape)
[Seite 1072] τό, = τεταρτημόριον; Macho bei Ath. XIII, 582 d (V. 16); E. M. 747, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ταρτημόριον: τό, συντετμημένον ἀντὶ τεταρτ-, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Ε· πρβλ. τάρες.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ταρταμόριον, τὸ, Α
(συντετμημένος τ.) βλ. τεταρτημόριο.