τεύτλο
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α
καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές του είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα της οικογένειας χηνοποδιίδες, που αποτελούν χυμώδη και σαρκώδη διετή ποώδη φυτά, χρησιμοποιούνται ως λαχανικά και ως κτηνοτροφικά και βιομηχανικά φυτά και διακρίνονται σε τέσσερεις τύπους: τα ζαχαρότευτλα, τα κτηνοτροφικά τεύτλα, τα λαχανοκομικά τεύτλα ή παντζάρια ή κοκκινογούλια και τα σέσκουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. τευθίς δεν θεωρείται πιθανή. Για την εναλλαγή σ/τ, πρβλ. σίλφη: τίλφη.