τιμωρησείω

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμωρησείω Medium diacritics: τιμωρησείω Low diacritics: τιμωρησείω Capitals: ΤΙΜΩΡΗΣΕΙΩ
Transliteration A: timōrēseíō Transliteration B: timōrēseiō Transliteration C: timoriseio Beta Code: timwrhsei/w

English (LSJ)

wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.

Greek Monolingual

Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχησείω)].