τοὖναρ

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

French (Bailly abrégé)

crase att. et poét. p. τὸ ὄναρ.

Russian (Dvoretsky)

τοὖναρ: in crasi = τὸ ὄναρ.

Greek (Liddell-Scott)

τοὖναρ: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὄναρ, Εὐρ. Ι. Τ. 55.

Greek Monotonic

τοὖναρ: κράση αντί τὸ ὄναρ.