στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
crase att. et poét. p. τὸ ὄναρ.
τοὖναρ: in crasi = τὸ ὄναρ.
τοὖναρ: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὄναρ, Εὐρ. Ι. Τ. 55.
τοὖναρ: κράση αντί τὸ ὄναρ.