τράμη
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, = Folgdm, Hipponax bei Erotian.
Greek Monolingual
ἡ, Α
τράμις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του τράμις, κατά τα θηλ. σε -η].