τράμη

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ, = Folgdm, Hipponax bei Erotian.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τράμις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του τράμις, κατά τα θηλ. σε -η].