τραπεζικός

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

-ή, -ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» — ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα
β. «τραπεζικό γραμμάτιο» — τραπεζογραμμάτιο)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η τραπεζικός
υπάλληλος τράπεζας
3. φρ. α) «τραπεζικές αρχές»
(οικον.) οι γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη δραστηριότητα μιας τράπεζας
β) «τραπεζικές εργασίες» — το σύνολο τών ενεργητικών και παθητικών εργασιών μιας τράπεζας
γ) «τραπεζική οικονομική» — κλάδος της οικονομικής επιστήμης που εξετάζει τον ρόλο τών τραπεζών στο πιστωτικό σύστημα και, γενικότερα, στην οικονομία μιας χώρας
δ) «τραπεζική οργάνωση» — η οργανωτική δομή της τράπεζας ως επιχείρησης
ε) «τραπεζική πολιτική»
i) τομέας της πιστωτικής πολιτικής που αφορά τη συμπεριφορά του κράτους απέναντι στα τραπεζικά ιδρύματα
ii) η πολιτική που ασκεί κάθε τραπεζική επιχείρηση στη δράση και στη συμπεριφορά της απέναντι στην πελατεία της
στ) «τραπεζική ρευστότητα» — η ρευστότητα που πρέπει να διατηρεί μια επιχείρηση είτε αυτή επιβάλλεται από τον νόμο είτε υπαγορεύεται από την ανάγκη τήρησης τών θεμελιακών τραπεζικών αρχών
ζ) «τραπεζική αναγνώριση»
i) τραπεζική σύμβαση, εντολή που δίνεται από μια τράπεζα σε άλλη για να πιστωθεί από την τελευταία ο λογαριασμός ενός πελάτη της πρώτης
ii) διαμεσολάβηση δύο τραπεζών, μία στο εσωτερικό και μία στο εξωτερικό, για τη διενέργεια εργασιών εξωτερικού
η) «τραπεζική επιταγή» — επιταγή που εκδίδει μια τράπεζα υπέρ του πελάτη της
θ) «τραπεζική κατάθεση» — η εναπόθεση χρηματικού ποσού σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, συνήθως εντόκως, υπό όρους που επιτρέπουν την ανάληψή του είτε αμέσως, χωρίς προειδοποίηση,είτε κατόπιν προειδοποίησης
ι) «τραπεζική πίστωση» — η πίστωση που παρέχει μια τράπεζα
ια) «τραπεζικές συμβάσεις» — οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ τραπεζών και τών πελατών τους ή και μεταξύ τραπεζών
ιβ) «τραπεζικό επιτόκιο» — το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες υπολογίζουν τους τόκους τών κεφαλαίων που διακινούν
ιγ) «τραπεζικό προεξοφλητικό επιτόκιο» — το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες προεξοφλούν χρεώγραφα τών πελατών τους
ιδ) «τραπεζικό δίκαιο»
(νομ.) το δίκαιο που ρυθμίζει την ίδρυση και λειτουργία του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας
ιε) «τραπεζικό κεφάλαιο» — το χρηματικό κεφάλαιο που βρίσκεται στη διάθεση τών τραπεζών και το οποίο αυτές χρησιμοποιούν, στο μεγαλύτερο μέρος του για τη χορήγηση έντοκων δανείων
ιστ) «τραπεζικό σύστημα»
i) ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένο το πιστωτικό σύστημα μιας χώρας
ii) to σύνολο τών πιστωτικών ιδρυμάτων μιας χώρας, που αποτελείται από την κεντρική ή εκδοτική τράπεζα, τις εμπορικές τράπεζες και τους ειδικούς πιστωτικούς οργανισμούς
ιζ) «τραπεζικό απόρρητο» — η υποχρέωση τών τραπεζών να μην αποκαλύπτουν σε τρίτους τα στοιχεία συναλλαγών με τους πελάτες τους
ιη) «τραπεζική σχολή»
i) συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τών τραπεζών τον οποίο ακολουθεί ένας αριθμός τραπεζών
ii) προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται θέματα τραπεζικής θεωρίας και πρακτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].