τριλάγυνος

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐλάγῡνος Medium diacritics: τριλάγυνος Low diacritics: τριλάγυνος Capitals: ΤΡΙΛΑΓΥΝΟΣ
Transliteration A: trilágynos Transliteration B: trilagynos Transliteration C: trilagynos Beta Code: trila/gunos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, holding three bottles, Stesich.7, POxy.741.12 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐλάγῠνος: [ᾰ], -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς λαγύνους, σκύπφειον δὲ λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πῖεν Στησίχορ. παρ’ Ἀθην. 499Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χωρητικότητα τριών λαγήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λάγυνος / λάγηνος «στάμνα»].

German (Pape)

[ῡ], drei Flaschen haltend, Stesichor. bei Ath. XI.499e.