τσουκαλάς

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαράς)].