τυραννικῶς
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Russian (Dvoretsky)
τῠραννικῶς: тираннически, самовластно Plat., Arst.: βασιλικῶς, ἀλλὰ μὴ τ. ἐπιστατεῖν τινος Isocr. управлять кем-л. как царь, а не как тиранн.
English (Woodhouse)
(see also: τυραννικός) despotically, tyrannically