τόρμη

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, = τόρμος 2, Hesych.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. τόρμα.