υιότητα

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η / υἱότης, -ητος, ΝΜΑ υἱός
η ιδιότητα ή η κατάσταση του υιού
μσν.-αρχ.
εκκλ. η θέση του Υιού στην Αγία Τριάδα.