υμενίσκος

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484

Greek Monolingual

ο, Ν
μικρός λεπτός υμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -ίσκος (πρβλ. τροχίσκος)].