υοβότης

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].