υψόφθαλμος

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα μάτια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ὀφθαλμός.