υἱότης

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 1176] ητος, ἡ, die Sohnschaft, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

υἱότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις, ἡ θέσις ἢ τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ, Ὠριγέν. Ι, 484. ΙΙΙ, 945C, Ἀθαν. ΙΙ, 788C, Βασίλ. Ι, 637, Κύριλλ. Ἁλ. Χ, 48C, κλπ.