φωναράς

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

-ού, -άδικο, Ν
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -αράς- (πρβλ. κλεφταράς, υπναράς)].