φόρτιση

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η, Ν φορτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φορτίζωφόρτιση μπαταρίας» — η συσσώρευση ηλεκτρικού φορτίου σε μπαταρία)
2. τεχνολ. η επιβολή μηχανικού φορτίου σε έναν φορέα ή σε μια κατασκευή
3. μτφ. ιδιαίτερο βάρος, ένταση («τα λόγια του επέφεραν φόρτιση της ατμόσφαιρας»)
4. φρ. «συναισθηματική φόρτιση»
μτφ. κυριαρχία έντονων συναισθημάτων.