χειροπρακτική
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
η, Ν
θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται σε χειρισμούς, όπως είναι λ.χ. οι μαλάξεις και τα έμμεσα ή άμεσα ελαφρά πλήγματα, για την αντιμετώπιση τοπικών, κυρίως, παθήσεων της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chiropractic].