χειροτέρευση

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

και χειροτέρεψη, η, Ντροπή, μεταβολή προς το χειρότερο, επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χειροτέρευσις, μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Μαυροφρύδη].