χλωραιθέρας
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
ο, Ν
(φαρμ.-χημ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + αιθέρας].