Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Νταράζομαι από μεγάλο θυμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + ταράζομαι].