χολόστεαρ

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-στέατος, το, Ν
(παλ. τ.) η χοληστερίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + στέαρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].