χορτάτος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει χορτάσει
2. (κατ' επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ' στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.)
3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — βλ. πίτα
β) «ο χορτάτος του νηστικού δεν πιστεύει» — βλ. πιστεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτ-αίνω + κατάλ. -άτος (πρβλ. τρεχάτος, φευγάτος)].