γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσεόστολος Αμσν.αυτός που φορεί χρυσή στολήαρχ.(για ένδυμα) χρυσοποίκιλτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].