ψιλόφλουδος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -φλουδος (< φλούδα)].