ψυχρηλασία

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

η, Ν ψυχρήλατος
(μεταλργ.) η εν ψυχρώ, δηλαδή χωρίς προηγούμενη θέρμανση, έλαση μετάλλου.