пышный
From LSJ
Russian > Greek
μεγαλήνωρ, κατάσκιος, ἀγλαός, τανύπεπλος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, μεγαλεῖος, δασύς, δασεῖα, δασύ, πυκνόφυλλος, πολυτελής, λιπαρός, ἁβρόπλουτος, ὑπέρκομπος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, εὐθαλής, νεόπλουτος, τρυφερός, εὔθοινος, κάρπιμος, εὐανθής, εὔδειπνος, μάχλος, ὑπερβεβλημένος, ἁβρός, πάνθοινος, πλουτογηθής, πλουτογαθής, ὀγκηρός, ἐριθηλής, ἁβρότιμος, κλυτός, κλειτός, ἱππόλοφος, σοβαρός, ἀνθηρός, θαλερός, λαμπρός